καραβωδης

καραβωδης
    καραβώδης
    κᾰρᾰβ-ώδης
    2
    Arst. = καραβοειδής См. καραβοειδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καραβωδης" в других словарях:

  • καραβώδης — καραβώδης, ώδες (Α) [κάραβος] καραβοειδής, όμοιος με κάραβο …   Dictionary of Greek

  • καραβώδη — καραβώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καραβώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καραβώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραβωδῶν — καραβώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραβώδεσιν — καραβώδης masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»